- τζούκα
- ἡ, Μβλ. τσούκα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τζουκαλάδα — ἡ, Μ [τσούκα / τζούκα] μικρή τσουκάλα … Dictionary of Greek
τσούκα — η / τζούκα, ΝΜ τσουκάλα νεοελλ. (διαλ. τ.) λόφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. zucca] … Dictionary of Greek